- ολοσκότεινος
- kapkaranlık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ολοσκότεινος — η, ο ο εντελώς σκοτεινός, θεοσκότεινος … Dictionary of Greek
ολοσκότεινος — η, ο ο εντελώς σκοτεινός, ο κατασκότεινος: Ολοσκότεινη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφικνεφής — ἀμφικνεφής, ές (Μ) ο σκοτεινός από όλες τις πλευρές, ολοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κνέφας «σκοτάδι»] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek